- ἀλαῷ
- ἀλαόςnot seeingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλαώ — ἀλαῶ ( όω) (Α) τυφλώνω, στραβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαωτύς. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαλαῶ] … Dictionary of Greek
ἀλαῶ — ἀλαός not seeing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀλαόω bringing forth young blind pres subj act 1st sg ἀλαόω bringing forth young blind pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλάω — ἀ̱λάω , ἀλαόω bringing forth young blind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλαόω bringing forth young blind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀλαόω bringing forth young blind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ALETIDES — sacrificia quaedam Atheniensium, pro Iscario et Erigone, quae oscillis agebantur. Cum vero in finibus Atheniensium multae virgines sine causa suspendiô mortem sibi consciscerent propter Erigonem, habitô ab Apolline oraculô, sacrificium sollenne… … Hofmann J. Lexicon universale
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
αλαωτύς — ἀλαωτύς ( ύος), η (Α) [ἀλαῶ] στέρηση τής οράσεως, τύφλωση … Dictionary of Greek
αλαός — (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα,… … Dictionary of Greek
εξαλαώ — ἐξαλαῶ, όω (Α) [αλαώ] 1. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια κάποιου («υἱὸν φίλου ἐξαλαώσας») 2. βλάπτω τόσο ώστε να κάνω κάτι άχρηστο … Dictionary of Greek
καγχαλώ — καγχαλῶ, άω και στον Ομ. όω (Α) 1. γελώ δυνατά και με χλευασμό, καγχάζω 2. γελώ από υπερβολική χαρά, χαίρομαι υπερβολικά, ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σχηματισμένο πιθ. από ονοματοποιία. Από πολλούς συνδέεται με τα κακχάζω,… … Dictionary of Greek